- аз
- -а α.1. παλαιά ονομασία του γράμματος «А».2. παλ. -ы πλθ. τα γράμματα του αλφάβητου.εκφρ.ни аза (в глаза) не понимать, не знать – τίποτε δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω, δε σκαμπάζω•от аза до ижицы – από το άλφα ως το ωμέγα (από την αρχή ως το τέλος).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.